- πρόπολος
- πρόπολος1 servant Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις i. e. sailors O. 13.54
πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πρόπολος — going masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση … Dictionary of Greek
πρόπολον — πρόπολος going masc/fem acc sg πρόπολος going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοιο — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοις — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοισι — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλοισιν — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλου — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλους — πρόπολος going masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλων — πρόπολος going masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλῳ — πρόπολος going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)